Πως μπορεί να σωθεί το βαμβάκι στη Θεσσαλία
Πως μπορεί να σωθεί το βαμβάκι στη Θεσσαλία
Μεγάλη είναι η απογοήτευση των βαμβακοπαραγωγών της Καρδίτσας για τις φετινές πολύ χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις, καθώς γενικεύεται η συλλογή του βαμβακιού, αλλά και για τις χαμηλές τιμές που προσφέρουν τα εκκοκκιστήρια (στα 55 με 56 λεπτά το κιλό στην πύλη).
Ο συνδυασμός χαμηλές τιμές και χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις γεννά μια νέα γενιά υπερχρεωμένων αγροτών, αν υπολογιστεί ότι εξίσου και ακόμη πιο χαμηλές ήταν οι αποδόσεις, αλλά και οι τιμές και στο καλαμπόκι, ενώ οι παραγωγοί προέρχονται από μια ακόμη καταστροφική χρονιά, καθώς λόγω «Daniel» έχσαν τη σοδειά τους πέρυσι λίγο πριν τη συγκομιδή, προέβησαν όμως σε έξοδα που υπερέβησαν τα 2220 με 250 ακόμη και 280 ευρώ το στρέμμα και εισέπραξαν αποζημιώσεις από 144 έως 180 ευρώ το στρέμμα .
Οι αγρότες ψάχνονται για το τι φταίει και από χωράφια που έβγαζαν 450 κιλά το στρέμμα τώρα παίρνουν λιγότερα από 200 κιλά, γιατί οι βαμβακιές ρίχνουν τα «καρύδια» γιατί δεν «έδεσαν καρπό» και έχουν μόνο φύλλα ή άνθη και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα σύμφωνα με τον καθηγητής της Γεωπονικής του Παν. Θεσσαλίας Νίκο Δαναλάτο, είναι ότι το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό:
Οφείλεται και στο γεγονός ότι τα χωράφια λόγω των πλημμυρών γέμισαν με «γλίνα» λάσπη δηλαδή που ξεράθηκε η οποία όμως είναι σε πάχος από 5 έως 20 εκατοστά και θα πάρει δύο τρία χρόνια για να γίνει αυτή νέο εύφορο χώμα, αφού δεν έχει πόρους και απαιτείται φυσική και τεχνητή κατεργασία. Οφείλεται και στις επανασπορές που οψίμησαν τις καλλιέργειες οι οποίες στρεσαρίστηκαν στη συνέχεια λόγω του παρατεταμένου καύσωνα Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο και μίκρυνε και ο χρόνος ευδοκίμησής τους. Το γεγονός πάντως είναι ότι πλέον οι αγρότες δηλώνουν απελπισμένοι και αναρωτιούνται πς με 250 κιλά μέσο όρο και 55 λεπτά το κιλό θα μπορέσουν να παραμείνουν στην καλλιέργεια που έχει κοστολόγια πάνω από 220 ευρώ το στρέμμα και η φετινή πρόσοδος δεν θα υπερβαίνει τα 130 ευρώ. Ακόμη και η συνδεδεμένη (περί τα 72 ευρώ το στρέμμα) δεν θα καλύψει το κόστος παραγωγής.
Η λύση είναι βέβαια η οργάνωση της παραγωγής και η διεκδίκηση προστιθέμενης αξίας από όλο τον κύκλο του βάμβακος, με αξιοποίηση των συγκριτικών του πλεονεκτημάτων. Ένα από αυτά είναι ότι το ελληνικό βαμβάκι είναι το μοναδικό παγκοσμίως μη γενετικά τροποποιημένο (No GMO Cotton). Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται βέβαια η Διεπαγγελματική Βάμβακος και το «Euro cotton», αλλά με αρκετά βραδείς ρυθμούς, προκειμένου να πιστοποιηθεί σε πρώτη φάση το ευρωπαϊκό και στη συνέχεια το ελληνικό σήμα.
Έτσι το ελληνικό βαμβάκι αφενός μεν θα αποκτήσει ταυτότητα (bradding) αφετέρου θα πιστοποιηθεί ως μη γενετικά τροποποιημένο… Αυτό πρακτικά σημαίνει και πολλά και τίποτα. Μέχρι σήμερα το ελληνικό προϊόν καταλήγει στις σωρούς των Τουρκικών και Κινεζικών κλωστηρίων με μία μόλις πρωτογενή μεταποίηση (εκκόκκιση) και με ελάχιστη προστιθέμενη αξία. Επόμενο στάδιο αφού αρχικά πιστοποιηθεί ως «No GMO cotton», είναι στη συνέχεια να ενεργοποιηθούν καταναλωτικές οργανώσεις στην Ευρώπη κυρίως, ώστε να απαιτήσουν πρώτον το βαμβάκι που χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς να προέρχεται από συμβατικές και όχι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες. Δεύτερον η βαμβακόπιτα που χρησιμοποιείται στην βιολογική κτηνοτροφία και ιδιαίτερα στην αιγοπροβατοτροφία ως ζωοτροφή που συμβάλλει μάλιστα αποδεδειγμένα στην αύξηση της παραγωγής γάλακτος να είναι από συμβατικό (μη γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι). Και φυσικά τρίτον το βαμβακέλαιο που χρησιμοποιείται σε τροφές ειδικά βιολογικές, να είναι από Μ.Γ.Τ. βαμβάκι.
Όλες αυτές οι κινήσεις σε συνδυασμό με νήμα για βαμβακερά ρούχα που χρησιμοποιούν άτομα με αλλεργία στο δέρμα, ή ακόμη και το βαμβακερό νήμα που χρησιμοποιείται στο τσάι να είναι από συμβατικό βαμβάκι, μπορούν να αποτελέσουν την πυξίδα για ένα προϊόν που αποφέρει ούτως ή άλλως συνάλλαγμα στη χώρα (περί τα 350 εκατομμύρια ευρώ ετησίως) κατέχοντας σταθερά την δεύτερη θέση στις εξαγωγές , πίσω από το βιομηχανικό ροδάκινο (κομπόστα) και μπροστά από φρούτα. λαχανικά και ελαιόλαδο.
Αν βέβαια το εκκοκκισμένο βαμβάκι μπορούσε να γίνει πιστοποιημένο νήμα μη γενετικά τροποποιημένο, τότε οι εξαγωγές θα έφταναν τα 20 δις ευρώ ετησίως όσο περίπου είναι στο σύνολο τους σήμερα, οι υπόλοιπες. Φυσικά για να δημιουργηθούν αυτές οι νέες αγορές χρειάζεται σχέδιο εξαγωγικού προσανατολισμού και κλαδική πολιτική για ένα τομέα ο οποίος πνέει τα λοίσθια τα τελευταία χρόνια όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Αξίζει να τονιστεί ότι ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας προσέφερε στη δεκαετία του ’90 περί τις 600.000 θέσεις απασχόλησης στη χώρα, ενώ σήμερα δεν υπερβαίνει τις 5000.
Πρόκειται φυσικά για κλάδο εντάσεως εργασίας, ο οποίος έφθινε στην Ευρώπη λόγω των χαμηλών μεροκάματων στην Ασία, ωστόσο το ελληνικό success story είναι να ενεργοποιήσει ξανά αυτό τον πολλά υποσχόμενο τομέα μέσω της διαφορετικότητας του προϊόντος και των συγκριτικών του πλεονεκτημάτων στην παγκόσμια αγορά.. Και φυσικά αυτή την προστιθέμενη αξία μπορεί να την καρπωθεί και ο εργαζόμενος με αξιοπρεπή μεροκάματα και όχι τα 2 δολάρια ημερησίως της Κίνας και του Βιετνάμ. Να σημειωθεί ότι η καλλιέργεια του βαμβακιού εξακολουθεί να απασχολεί περί τις 60.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις στη χώρα καλύπτοντας μία έκταση κατά μέσο όρο 2,5 εκατομμυρίων στρεμμάτων, ωστόσο υποχωρεί τα τελευταία χρόνια λόγω των χαμηλών τιμών στις διεθνείς αγορές, αφού συναγωνίζεται καλλιέργειες στην υποσαχάρια Αφρική, την Ινδία και την Κίνα με χαμηλά μεροκάματα άρα και χαμηλό κόστος παραγωγής, οι οποίες ωστόσο είναι Γενετικά Τροποποιημένες. Για την Ελλάδα πάντως που έχει επενδύσει αρκετά σε αυτή την καλλιέργεια, η γενίκευση της καλλιέργειας Γ.Τ. βαμβακιού παγκοσμίως της δίνει μία πρώτης τάξης ευκαιρία να αξιοποιήσει αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα θέτοντας και πάλι σε λειτουργία κλωστήρια και φασονάδικα που αραχνιάζουν αναξιοποίητα λόγω της πτώχευσης εκατοντάδων επιχειρήσεων στην επικράτεια, τις προηγούμενες δεκαετίες. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για εύκολη υπόθεση γιατί θα βρει λυσσαλέα αντίδραση από τους κολοσσούς της βιοτεχνολογίας, αλλά για μία χώρα με ανεργία που έφτασε στο 28% και στη συνέχεια είδε τα "λαμπρά της μυαλά" να "δραπετεύουν" στην Εσπερία δεν υπάρχει εύκολος δρόμος, παρά μόνο εκείνος της επιμονής και της θέλησης σε ένα συγκεκριμένο στόχο.