Πως το ελληνικό βαμβάκι με την πιστοποίησή του ως Μη Γενετικά Τροποποιημένο θα αποκτήσει προστιθέμενη αξία
Ψάχνεται το ελληνικό βαμβάκι την τελευταία 2ετία στις διεθνείς αγορές να βρει τη χαμένη αίγλη του και η προσπάθεια που γίνεται από την EU cotton για να αποκτήσει brand name μπορεί να αποφέρει προστιθέμενη αξία σε όλο το κύκλωμα, παραγωγής (αγρότες) και μεταποίησής του (εκκοκκιστές, κλώστες). Ωστόσο ακόμη το κύκλωμα δεν έχει εκμεταλλευτεί το μεγαλύτερο συγκριτικό του πλεονέκτημα, το γεγονός δηλαδή ότι παγκοσμίως είναι το μοναδικό μη γενετικά τροποποιημένο
Το ελληνικό βαμβάκι οφείλει να αποκτήσει ταυτότητα (bradding) και να πιστοποιηθεί ως μη γενετικά τροποποιημένο… Αυτό πρακτικά σημαίνει και πολλά και τίποτα. Μέχρι σήμερα το ελληνικό προϊόν καταλήγει στις σωρούς των Τουρκικών και Κινεζικών κλωστηρίων με μία μόλις πρωτογενή μεταποίηση (εκκόκκιση) και με ελάχιστη προστιθέμενη αξία. Επόμενο στάδιο αφού αρχικά πιστοποιηθεί ως «No GMO cotton», είναι στη συνέχεια να ενεργοποιηθούν καταναλωτικές οργανώσεις στην Ευρώπη κυρίως, ώστε να απαιτήσουν πρώτον το βαμβάκι που χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς να προέρχεται από συμβατικές και όχι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες. Δεύτερον η βαμβακόπιτα που χρησιμοποιείται στην βιολογική κτηνοτροφία και ιδιαίτερα στην αιγοπροβατοτροφία ως ζωοτροφή που συμβάλλει μάλιστα αποδεδειγμένα στην αύξηση της παραγωγής γάλακτος να είναι από συμβατικό (μη γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι). Και φυσικά τρίτον το βαμβακέλαιο που χρησιμοποιείται σε τροφές ειδικά βιολογικές, να είναι από Μ.Γ.Τ. βαμβάκι.
Όλες αυτές οι κινήσεις σε συνδυασμό με νήμα για βαμβακερά ρούχα που χρησιμοποιούν άτομα με αλλεργία στο δέρμα, ή ακόμη και το βαμβακερό νήμα που χρησιμοποιείται στο τσάι να είναι από συμβατικό βαμβάκι, μπορούν να αποτελέσουν την πυξίδα για ένα προϊόν που αποφέρει ούτως ή άλλως συνάλλαγμα στη χώρα (περί τα 350 εκατομμύρια ευρώ ετησίως) κατέχοντας σταθερά την δεύτερη θέση στις εξαγωγές , πίσω από το βιομηχανικό ροδάκινο (κομπόστα) και μπροστά από φρούτα. λαχανικά και ελαιόλαδο.
Αν βέβαια το εκκοκκισμένο βαμβάκι μπορούσε να γίνει πιστοποιημένο νήμα μη γενετικά τροποποιημένο, τότε οι εξαγωγές θα έφταναν τα 20 δις ευρώ ετησίως όσο περίπου είναι στο σύνολο τους σήμερα, οι υπόλοιπες. Φυσικά για να δημιουργηθούν αυτές οι νέες αγορές χρειάζεται σχέδιο εξαγωγικού προσανατολισμού και κλαδική πολιτική για ένα τομέα ο οποίος πνέει τα λοίσθια τα τελευταία χρόνια όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Αξίζει να τονιστεί ότι ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας προσέφερε στη δεκαετία του ’90 περί τις 600.000 θέσεις απασχόλησης στη χώρα, ενώ σήμερα δεν υπερβαίνει τις 5000.
Πρόκειται φυσικά για κλάδο εντάσεως εργασίας, ο οποίος έφθινε στην Ευρώπη λόγω των χαμηλών μεροκάματων στην Ασία, ωστόσο το ελληνικό success story είναι να ενεργοποιήσει ξανά αυτό τον πολλά υποσχόμενο τομέα μέσω της διαφορετικότητας του προϊόντος και των συγκριτικών του πλεονεκτημάτων στην παγκόσμια αγορά.. Και φυσικά αυτή την προστιθέμενη αξία μπορεί να την καρπωθεί και ο εργαζόμενος με αξιοπρεπή μεροκάματα και όχι τα 2 δολάρια ημερησίως της Κίνας και του Βιετνάμ. Να σημειωθεί ότι η καλλιέργεια του βαμβακιού εξακολουθεί να απασχολεί περί τις 60.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις στη χώρα καλύπτοντας μία έκταση κατά μέσο όρο 2,5 εκατομμυρίων στρεμμάτων, ωστόσο υποχωρεί τα τελευταία χρόνια λόγω των χαμηλών τιμών στις διεθνείς αγορές, αφού συναγωνίζεται καλλιέργειες στην υποσαχάρια Αφρική, την Ινδία και την Κίνα με χαμηλά μεροκάματα άρα και χαμηλό κόστος παραγωγής, οι οποίες ωστόσο είναι Γενετικά Τροποποιημένες. Για την Ελλάδα πάντως που έχει επενδύσει αρκετά σε αυτή την καλλιέργεια, η γενίκευση της καλλιέργειας Γ.Τ. βαμβακιού παγκοσμίως της δίνει μία πρώτης τάξης ευκαιρία να αξιοποιήσει αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα θέτοντας και πάλι σε λειτουργία κλωστήρια και φασονάδικα που αραχνιάζουν αναξιοποίητα λόγω της πτώχευσης εκατοντάδων επιχειρήσεων στην επικράτεια, τις προηγούμενες δεκαετίες. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για εύκολη υπόθεση γιατί θα βρει λυσσαλέα αντίδραση από τους κολοσσούς της βιοτεχνολογίας, αλλά για μία χώρα με ανεργία 28% δεν υπάρχει εύκολος δρόμος, παρά μόνο εκείνος της επιμονής και της θέλησης σε ένα συγκεκριμένο στόχο.